- τετρακόρυμβος
- τετρᾰ-κόρυμβος, ον,A thick-clustering,
κισσός AP7.23
(Antip. Sid.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κισσός AP7.23
(Antip. Sid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρακόρυμβος — thick clustering masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακόρυμβος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς θυσάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κόρυμβος «κορυφή, θύσανος»] … Dictionary of Greek
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek